-
1 ὀργάω
A v.l. ὡρμ- ) occurs in J.AJ17.9.2 : [tense] plpf. [voice] Pass. ὤργητο in Hsch., v. 11 fin.I to be getting ready to bear, growing ripe for something, of soil, Thphr.CP3.2.6 ; of trees, συμβαίνει.. τὰ.. δένδρα ὀργᾶν πρὸς τὴν βλάστησιν ib.1.6.2 ;ὀργᾷ [ἡ σμῖλαξ] πρὸς τὴν ἄνθησιν Plu.2.647f
; and of fruit, swell as it ripens,ὁ καρπὸς πεπαίνεται καὶ ὀργᾷ Hdt.4.199
: so c. inf., ὀργᾷ ἀμᾶσθαι grows ripe for cutting, ibid., cf. X.Oec.19.19 ; of a wound, ὀργᾶν φαίνεται appears turgid, Hp.Fract.28, cf. Aph.1.22.II of men, like σφριγάω, swell with lust, wax wanton, be rampant, Ar.Lys. 1113, Av. 462 (where the Sch. explains it ἐπιθυμητικῶς ἔχω) ;ὁ ἐπ' ἀφροδισίοις μαινόμενος.. ὀργῶν Poll.6.188
; of human beings and animals, to be in heat, desire sexual intercourse, ὀργᾶν πρὸς τὴν ὁμιλίαν, ὀχείαν, Arist.HA 542a32, 560b13 ; ὀ. ὀχεύεσθαι ib. 500b11 ;πρὸς τὸ γεννᾶν Plu. 2.651c
.2 generally, to be eager or ready, to be excited, ; ὀργῶντες κρίνειν judge under the influence of passion, Id.8.2 : c. inf.,ὄργα μαθεῖν A. Ch. 454
(lyr.);ὀργᾶν τεκεῖν Arist.HA 613b28
;ἀκοῦσαι ὀργῶ Cratin. 21
D.; of a thing, to be urgent,ὤργα τὸ πρᾶγμα A.Fr.54
A;ὀ. πρός τι Plu.Alex.6
, D.Chr.36.26, Marcellin.Vit. Thuc.54 ;ἐπὶ ἐκφύλους συνόδους Ph.2.21
; ὀργᾷς ὃς ἱππίαν ἐς ὁδόν dub. cj. in Pi.P.6.50 : [tense] plpf. [voice] Pass. in act. sense, ὧν ἀκροᾶσθαι.. ὤργητο (restd. from Hsch. and some Mss. for ὥρμητο) Th.2.21. -
2 ἐκκαίω
Aἐξέκαυσα Hdt.4.134
, but part.ἐκκέαντες E.Rh.97
:—burn out,τοὺς ὀφθαλμούς τινος Hdt.7.18
;τὸ φῶς Κύκλωπος E.Cyc. 633
, cf. 657 (anap.):—[voice] Pass., to have one's eyes burnt out,Pl.
Grg. 473c.II light up, kindle,τὰ πυρά Hdt.4.134
, cf. E.Rh.l.c. ; (lyr.): metaph., ἐ. πόλεμον, ἐλπίδα, Plb.3.3.3, 5.108.5 ;τοὺς θυμούς D.H.7.35
;τὴν πρὸς αὐτὸν ὀργήν Plu.Fab.7
; provoke to anger,ἔκ με κάεις Herod.4.49
; inflame with curiosity, excite,τινά Luc.Alex.30
;ἴσῃ φιλοτιμίᾳ πρός τε τὸν δῆμον ἑαυτοὺς καὶ τὸν δῆμον πρὸς ἑαυτοὺς ἐκκαύσαντες Plu. Agis 2
:—[voice] Pass., to be kindled, burn up,τὸ πῦρ ἐκκάεται Eup.340
;ἐ. τὸ κακόν Pl.R. 556a
;ὀργὴν ἐκκαῆναι LXX 2 Ki.24.1
;ὁ δῆμος ἐξεκάετο Plu.TG13
, cf. Luc.Cal.3, etc.;ἐ. εἰς ἔρωτα Alciphr.3.67
, cf. Charito I.I;ὑπὸ μέθης Parth.24.2
. -
3 βλάστηση
[-ις (-εως)] η1) прорастание; 2) произрастание, вегетация; вегетационный период;κατά την βλάστησιν — за вегетационный период;
3) растительность; флора;4) прям., перен. рост, развитие -
4 ἀτεραμνότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτεραμνότης
См. также в других словарях:
κορύνη — Αμυντικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα οι κυνηγοί άγριων ζώων. Επρόκειτο για ένα χοντρό ατρακτοειδές ρόπαλο, επενδεδυμένο με μέταλλο, χαλκό ή σίδερο. Αργότερα εξελίχθηκε σε πολεμικό όπλο, ανάλογο με αυτό που χρησιμοποιούσαν… … Dictionary of Greek
φυή — και δωρ. τ. φυά, ἡ, Α 1. σωματική ανάπτυξη, σωματική διάπλαση, ιδίως αρμονική 2. (για φυτό) ανάπτυξη, βλάστηση 3. η φυσική δύναμη τού ανθρώπου («φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει», Πίνδ.) 4. ηλικία 5. υπόσταση 6. μορφή υπό την οποία εμφανίζεται κάτι… … Dictionary of Greek